- διαταρακτικός
- η , όν нарушающий спокойствие; тревожный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαταρακτικός — ή, ό αυτός που έχει την ιδιότητα να διαταράσσει, να προκαλεί διαταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek